-
1 бросаться
-
2 бросать
-
3 вышвыривать
-
4 нашвыривать
-
5 отбрасывать
-
6 перешвыривать
-
7 расшвыривать
-
8 швырять
ρ.δ. μ.1. ρίχνω, πετώ•швырять дрова в подвал ρίχνω τα καυσόξυλα στο υπόγειο•
швырять камнями πετώ πέτρες, πετροβολώ, λιθοβολώ.
|| τρικλίζω, ταλαντεύομαι.2. (για υπηρεσία κ.τ.τ.) μεταθέτω, δίνω φύσημα.3. πετώ έξω. || πετώ όπου λάχει, αδιάκριτα που.εκφρ.-деньги ή деньгами – ατζα.ταλίύ τα χρήματα.1. ρίχνω, πετώ αλληλορίχνω• — камнями πετώ πέτρες• αλληλοπετροβολούμαι.2. ρίχνομαι, πετιέμαι.3. απαρνούμαι κάτι, αφήνω περιφρονώ• δεν εκτιμώ.εκφρ.швырять деньгами – σπαταλά τα χρήματα. -
9 шарахать
ρ.δ.1. χτυπώ, ρίχνω, πετώ ξαφνικά, με δύναμη. || πυροβολώ.2. βλ. παθ. φ. -ся.1. μετακινούμαι απότομα• πετιέμαι επάνω, αναπηδώ•шарахать в сторону πετιέμαι στην άκρη.
|| ρίχνομαι ορμητικά.2. (απλ.) πέφτω επάνω, προσκρούω• χτυπώ•шарахать об угол χτυπώ στη γωνία.
3. μτφ. αναμερίζω, ξεφεύγω. -
10 взбросить
взброшу, взбросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взброшенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.πετώ, ρίχνω προς τα πάνω, αναρρίπτω.πετιέμαι, ρίχνομαι προς τα πάνω. -
11 скидывать
-
12 сыпать
-плю, -плешь, προστκ. сыпьρ.σ.1. (για κοκκία, τρίμματα, ψιχεία, λεπτά τεμάχια)• ρίχνω•сыпать соль в суп ρίχνω αλάτι στη σούπα•
сыпать пшеницу в мешок ρίχνω σιτάρι στο τσουβάλι•
сыпать песок ρίχνω άμμο•
сыпать пулями ρίχνω βροχή τις σφαίρες•
сыпать вопросами (μτφ.) βομβαρδίζω με ερωτήσεις•
сыпать цифрами βομβαρδίζω με αριθμούς.
2. τινάζω, αφήνω να πέσει. || επιπάσσω, πασπαλίζω. || μτφ. μιλώ ακατάπαυστα, κοπανίζω, ψάλλω.3. προστκ. «сыпь» εμπρός, άρχισε.εκφρ.сыпать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα.1. ρίχνομαι, χύνομαι, πέφτω κατά λεπτά τεμάχια• τρίβομαι•штукатура -плется ο σοβάς πέφτει•
оскольки снарядов -лись вокруг меня τα θραύσματα των βλημάτων έπεφταν γύρω μου.
2. πετιέμαι, βγαίνω•искры -лись из-под подков σπίθες πετιούνταν από τα πέταλα.
3. πέφτω•снег -плется χιόνι πέφτει•
снаряды -лись τα βλήματα έπεφταν βροχή•
удары -плются τα χτυπήματα πέφτουν βροχή.
4. (αντ)ηχώ, ακούομαι από παντού.5. (για νψασμα) ξεφτίζω, πέφτω.